14 Δεκ 2007

Γιατί όχι?

Η Μητέρα τους είχε φύγει από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρίνα, μια νέα δεκαοχτώ χρόνων, την οποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει με αντάλλαγμα μερικά νομίσματα. Από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας, οι καιροί είχαν δυσκολέψει πολύ για να το ρισκάρει να λείψει από τη δουλειά όταν η γιαγιά αρρώσταινε ή έλλειπε απ' την πόλη.

Όταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούριο του αυτοκίνητο, η Μαρίνα δε δίστασε και πολύ. Άλλωστε, τα παιδιά κοιμούνταν όπως κάθε απόγευμα, και δε θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.

Μόλις άκουσε την κόρνα, άρπαξε την τσάντα της κι άφησε ανοιχτό το ακουστικό του τηλεφώνου. Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της. Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα για να ψάξει, γιατί, όπως και να 'χει, ήταν μόνο έξι χρόνων, και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει. Επίσης, σκέφτηκε ότι αν συνέβαινε αυτό, δε θα ήξερε πώς να εξηγήσει στην μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρει.

Ίσως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα του σαλονιού, ή μπορεί μια φλόγα στα καυσόξυλα- το θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται, η φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.
Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού, εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω απ' την πόρτα. Χωρίς να σκεφτεί, ο Πάντσο πήδηξε απ' το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για ν' ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερε.

Όπως και να 'χει, ακόμα κι αν το είχε καταφέρει, οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδερφό του σε ελάχιστα λεπτά. Ο Πάντσο φώναξε τη Μαρίνα, αλλά κανείς δεν απάντησε στην έκκλησή του. Έτσι, έτρεξε στο τηλέφωνο του δωματίου (αυτός ήξερε πώς να παίρνει τηλέφωνο τη μαμά του) αλλά δεν υπήρχε γραμμή.

Ο Πάντσο συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδερφό του από 'κει μέσα. Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι, αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια και -ακόμα και αν τα κατάφερνε-, θα έπρεπε να ξεμπλέξει το συρμάτινο πλέγμα που οι γονείς του είχαν βάλει για προστασία.
...
Όταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς, το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:
  • Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά τη σήτα;
  • Πώς μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;
  • Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει από το δέντρο;
  • Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδελφού του και τη δική του;
Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν, τους έδωσε την απάντηση:
"Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος... Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δε θα μπορούσε"

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραία ιστορία... Έχω την άδειά σου να την αναδημοσιεύσω (με αναφορά φυσικά)?

Ναταλία είπε...

Πολύ δυνατή ιστορία.....
Και ειλικρινά, ήρθε την κατάλληλη στιγμή!

Σε ευχαριστώ πολύ που τη μοιράστηκες μαζί μας!

Archimides είπε...

Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας σχόλια και mails. Είναι μια ιστορία που διάβασα και μου έκανε ένα κλικ... Ξέρετε, αυτό το κλικ που σε κάνει να σκέφτεσαι διαφορετικά. Όποιος θέλει, μπορεί να την αναδημοσιεύσει με μόνη ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ την επίσημη πηγή του, δηλαδή το βιβλίο του Μπουκάι που έχω κι εγώ. Σας ευχαριστώ και πάλι και θα προχωρήσω και σε άλλες ενδιαφέρουσες ιστορίες...